ιτρόγαλα

ιτρόγαλα
ἰτρόγαλα, τὸ (Α)
φρ. «τὸ ἰτρόγαλα γάλακτος» — πιθ. παχύς πλακούντας, είδος πίτας ή παρόμοιου εδέσματος με κύριο συστατικό το αλεύρι και το γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + γάλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”